Τρίτη 12 Μαΐου 2009

A tale that couldn't be right 5:Με συνοπτικές διαδικασίες

Το παρόν κείμενο αποτελεί δημιούργημα της φαντασίας του συγγραφέα(ψωνάρα την είδες και συγγραφέας). Οποιαδήποτε ομοιότητα με πραγματικά πρόσωπα και καταστάσεις είναι συμπτωματική. Αν αναγνωρίστε κάπου τον εαυτό σας καλύτερα μην το πείτε παραέξω. Δεν σας συμφέρει


Είχαν περάσει κιόλας τρεις μήνες από τη στιγμή που ο Γότθιος αρνήθηκε πεισματικά να απαντήσει στην εισερχόμενη κλήση του Ασύκωτου. Το όνειρο του ήταν σοκαριστικό αληθινό. Έτρεμε στην ιδέα να χάσει την παρέα του. Οι τρεις μήνες πέρασαν άσχημα για αυτόν. Δεν μπορούσε να κοιμηθεί, φοβόταν ότι θα ξαναέβλεπε τον ίδιο εφιάλτη. Απέφευγε να συναντήσει τους φίλους τους για να μην τους βρει ο θάνατος όλους μαζί. Είχε την πεποίθηση ότι ήταν ικανός να ξεγελάσει το Χάρο. Δεν είχε δει ακόμα τη σειρά με τον Παπακαλιάτη και τη Ζούνη ούτε και τις τρεις ταινίες Βλέπω το Θανατό σου. Βασιζόταν πολύ στην καλή σχέση που είχε δημιουργήσει ο Αραχνόμορφος με το βασίλειο του κάτω κόσμου. Μικρό τον ρωτούσαν τι θα ήθελε να γίνει όταν θα μεγάλωνε και αυτός απαντούσε μονολεκτικά ''Ο Χάρος''. Τις στιγμές που μαζεύονταν όλοι μαζί και τσουγκρούσαν τα ποτήρια ο Γότθιος ευχόταν να πεθάνει ο Χάρος. Η απάντηση του Αραχνόμορφου ήταν πάντα η ίδια"Τι σου φταίει ο άνθρωπος; Τη δουλειά του κάνει''. Θα ήταν δύσκολο ακόμα και για το Χάρο να στερήσει την ζωή από το μοναδικό άνθρωπο στον κόσμο που τον υποστηρίζει. Πες μου το φίλο σου να σου πω ποιος είσαι λέει ο σοφός λαός. Κάπως έτσι πίστεψε ο Γότθιος πως θα γλύτωναν. Είχε ακούσει και μια άλλη φράση που έλεγε ότι το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον. Δεν τον συνέφερε όμως να το θυμάται. Για αυτό το άφησε στο πίσω μέρος του μυαλού του. Σύντομα ο εφιάλτης θα γινόταν ανάμνηση από το μακρινό παρελθόν. Είχε περάσει αρκετός καιρός και ήταν όλοι τους ακόμα ζωντανοί. Το όνειρο είχε ξεθωριάσει. Οι ανησυχίες του Γότθιου είχαν αρχίσει να απομακρύνονται και έδωσαν τη θέση τους στην απέραντη αισιοδοξία. Ο Γότθιος είχε καταφέρει να ξεχάσει εκείνη τη νύχτα. Τον κρύο ιδρώτα που τον έλουζε. Για αυτό και δέχτηκε με χαρά να πάει στο Μυγοχώρι, τον τόπο καταγωγής του Αραχνόμορφου. Θα περνούσαν φίνα στο εξοχικό. Επιτέλους θα περνούσε μερικές στιγμές ανεμελιάς με τα φιλαράκια του. Δυστυχώς όμως για εκείνον του είχε διαφύγει το πιο σημαντικό στοιχείο. Στο όνειρο του ήταν ο πρώτος που πήδηξε από το μπαλκόνι μετά την ατάκα του Φούτζι.

Στο Μυγοχώρι όλα έμοιαζαν ονειρικά. Ήταν εκεί μαζεμένοι ο Γότθιος, ο Αραχνόμορφος, ο Ασύκωτος, ο Βύσμας, ο Φούτζι και ο Ταινίας. Ο Μπλακ δεν ήταν και ο πιο φανατικός των εκδρομών και ο Ειδίκ είχε φύγει εδώ και μήνες. Πλέον ζούσε σε ένα χωριό που αναβίωνε την αρχαία Σπάρτη. Είχε γίνει ένας από του 300. Σκοπός του ήταν να σκοτώσει το Λεωνίδα, να γίνει αρχηγός και να εξοντώσει το Μπιν Λάντεν, αφού πρώτα αφάνιζε την Τουρκία από το χάρτη. Είχαν καιρό να ακούσουν νέα του γιατί στο χωριό που είχε εγκατασταθεί απαγορευόταν η επικοινωνία με τον έξω κόσμο. Τα παιδιά περνούσαν όμορφα. Το σπίτι είχε μεγάλη αυλή. Ξεκίνησαν παίζοντας χώρες. Αυτός που έχασε φυσικά ήταν ο Φούτζι. Όταν έφτασε στις πέντε ψείρες επέλεξε το παρατσούκλι Μουνόδουλος και όταν έφτασε σε λίγα λεπτά τις δέκα του έκρυψαν το παπούτσι. Για την ακρίβεια ο Ασύκωτος το πέταξε πάνω σε ένα πεύκο. Λίγο ψηλά είναι η αλήθεια. Ο Φούτζι δυσκολεύτηκε να το βρει. Έφτασε κάτω από το δέντρο. Τα παιδιά φώναζαν έντονα '΄Ζέστη, ζέστη'' και αυτός κοιτούσε χαμήλα. Όταν του έκοψε να σηκώσει το βλέμμα του το θέαμα που αντίκρισε ήταν δυσάρεστο. Δεν μπορούσε να φτάσει το παπούτσι με τίποτα. Παραδόξως δεν θύμωσε. Χαμογέλασε απλά χωρίς να κάνει τζζζ. Για καλή του τύχη η γάτα του γείτονα είχε σκαρφαλώσει στο δέντρο και άθελα της έριξε το παπούτσι κάτω. Αμέσως μετά η παρέα χωρίστηκε. Ο Ταινίας και ο Βύσμας έκαναν ηλιοθεραπεία στο γρασίδι. Επειδή δεν είχαν όμως αντιηλιακό έριξαν πάνω τους ελαιόλαδο. Λάδι το ένα, λάδι και το άλλο την ίδια δουλειά κάνουν σκέφτηκαν. Οι υπόλοιποι προσπάθησαν για δύο λεπτά να παίξουν Γερμανικό αλλά κανείς δεν μπορούσε να σηκώσει την μπάλα από το έδαφος.

Σε μια στιγμή βγήκε ο Αραχνόμορφος από το σπίτι. Κανείς δεν κατάλαβε πότε ακριβώς είχε φύγει. Κρατούσε στα χέρια του δύο οδοντογλυφίδες. Είπε στο κοινό του ότι είχε δει στο ίντερνετ ένα ταχυδακτυλουργικό κόλπο. Κάρφωσε τη μία οδοντογλυφίδα στο δέντρο. Ακούμπησε την άλλη κάθετη στην άκρη της πρώτης προς τα πάνω. Ήθελε καλή ισορροπία αλλά δεν ήταν και εξωφρενικά δύσκολο. Ακούστηκε ένα μικρό γιουχάισμα. Όμως ήξερε καλύτερα από όλους τι έκανε. Πήρε μια σκάλα, δημιουργήσε τον ίδιο σχηματισμό σε τέσσερα μέτρο ύψος και κρεμάστηκε από τις οδοντογλύφιδες. Άρχισε να κουνάει το σώμα του μπρος πίσω χωρίς να πέφτει. Οι οδοντογλυφίδες κρατούσαν το βάρος του.
Μαλάκα σκέφτηκες ποτέ να γαμήσεις του είπε ο λαδωμένος Ταινίας που μύριζε σαν χωριάτικη
Έχει σχέση με ροπή δυνάμεων εξήγησε ο Γότθιος βασιζόμενος περισσότερο στην άγνοια των συνομιλητών του
Το κόλπο δεν είχε την αναμενόμενη ανταπόκριση και έτσι ο Αραχνόμορφος πετούσε φύλλα τράπουλας που κολλούσαν στον τοίχο. Προσπάθησε και ο Γότθιος ίσα με δέκα φορές αλλά απέτυχε. Αποπειράθηκε και ο Φούτζι.
Εντάξει αν το πετύχει αυτός εγώ θα αυτοκτονήσω δήλωσε χωρίς φόβο ο Γότθιος
Το χαρτί έφυγε από τα χέρια του Φούτζι και η αντίστροφη μέτρηση για το Γότθιο είχε ήδη αρχίσει. Παρακολουθούσαν το χαρτί. Ήταν πεπεισμένοι πως πιθανότερο είναι να πάει προς τα πίσω παρά πάνω στον τοίχο. Αυτό έφυγε μπροστά. Κατευθυνόταν προς τον τοίχο. Ανήκουστο. Όταν κόλλησε ακούστηκαν πανηγυρισμοί.
Όλο λόγια είσαι και από πράξεις μηδέν ήταν τα λόγια του Ασύκωτου προς το Γότθιο.
Ο Γότθιος θιγμένος όπως ήταν ανέβηκε στην ταράτσα. Στάθηκε στο κάγκελο. Το μόνο που στιγμάτισε τα παιδιά ήταν η κραυγή ''ΠΕΦΤΩ'' και μέτα ένας απίστευτος γδούπος. Όχι δεν ήθελε να αυτοκτονήσει ο Γότθιος. Παρίστανε πως θα έκανε πραγματικότητα την υπόσχεση του. Δεν είχε υπολογίσει την γλίτσα που είχε συσσωρευτεί στο κάγκελο και γλίστρησε. Αυτό που ήθελε να φωνάξει ήταν ''Πέφτω ρε μαλάκες, σώστε με'' αλλά το ύψος δεν ήταν επαρκές για να ολοκληρώσει τη φράση του.
Κάποιος να του κάνει τεχνητή αναπνοή φώναξε με απόγνωση ο Φούτζι
Τα μυαλά του που βγήκαν έξω από το κεφάλι δεν τα βλέπεις; ρώτησε ο Ταινίας
Με το κεφάλι έσκασε δεν πνίγεται συμπλήρωσε ο Βύσμας
Ο Ασύκωτος άναψε τσιγάρο με ικανοποίηση
Δενν.. κατόρθωσε να ψελίσει ο Γότθιος και αποχαιρέτησε το μάταιο τούτο κόσμο.

Η παρέα ,των έξι πλέον, μαζεύτηκε στο σπίτι του Ταινία για να πενθήσει. Θα έφεραν και γκόμενες για να μειώσουν την απώλεια του φίλου τους. Θα παρίσταναν τους θλιμμένους,θα έπιναν τα ποτά τους, θα άκουγαν μουσική, θα χόρευαν και στο τέλος θα πηδούσαν. Το είχαν σχεδιάσει καλά. Τους διέφυγε ένας παράγοντας: οι γκόμενες. Φυσικά και δεν ήρθαν. Έτσι έμειναν μπακούρια και αποφάσισαν να δουν ταινία. Έπρεπε να διαλέξουν ανάμεσα σε δύο dvd. Ο Μπλακ ήταν κλασικά ουδέτερος και οι υπόλοιπες ψήφοι ήταν δύο - δύο. Ο Φούτζι έκρινε το αποτελέσμα. Έκλεισαν τα φώτα, έβαλαν την ταινία και ο Φούτζι άνοιξε την αθλητική εφημερίδα που είχε ήδη διαβάσει δέκα φορές από το πρωί
Καλά ρε συ εφημερίδα θα διαβάσεις είπε ο Ασύκωτος. Είχε επιλέξει την άλλη ταινία
Ε ναι αφού δεν θέλω να δω ταινία απάντησε ο Φούτζι
Και γιατί ψήφισες ρώτησε ο Ασύκωτος χωρίς να περιμένει να πάρει απάντηση. Και φυσικά δεν πήρε ποτέ.
άρχισε να κάνει σε μια Η ταινία τέλειωσε και η παρέα δεν ήξερε πως να σκοτώσει την ώρα της. Ξαφνικά ο Βύσμαςκωλοτούμπες στο σαλόνι. Τους ενημέρωσε ότι είναι ο Μπάμπης ο Σουγιάς και πολιορκεί την Μόρντορ από τον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών. Οι υπόλοιποι τον ακολούθησαν. Σύρθηκαν όλοι μαζί στο πάτωμα εκτός από τον Ασύκωτο. Αυτός μπουσουλούσε. Ο Μπλακ κινηματογραφούσε. Η αποστολή στέφθηκε με απόλυτη επιτυχία. Η Μόρντορ, δηλαδή ο καναπές του Ταινία, είχε αλωθεί. Κανείς δεν έδωσε σημασία στο βάζο που έσπασε ο Ασύκωτοςατσούμπαλη κίνηση του.

Κουρασμένοι όπως ήταν όλοι χάζεψαν την τηλεόραση. Είχε ένα καψουροτράγουδο. Ο Φούτζι πήρε ένα άδειο μπουκάλι μπύρας (νόμιζε) και παρίστανε πως έπινε με πάθος. Το σήκωσε πιο πάνω από το κεφάλι του χωρίς πρώτα να δει αν υπάρχει καθόλου μπύρα μέσα και ένιωσε ένα κάψιμο στη μύτη. Δακρυγόνα σκέφτηκε γαμώ τον Ολυμπιακό μου. Ήταν και κολλημένος με το γήπεδο. Φυσικά ήταν η μπύρα που περίσσεψε και προσγειώθηκε στα ρουθούνια του. Πήγε στο μπάνιο να πλυθεί.
Φούτζι όπως θα έρχεσαι θα μου φέρεις και ένα ποτήρι νερό είπε ο Ασύκωτος.
Εννοείται αγορίνα μου. Σου έρχεται ήταν τα λόγια του Φούτζι.
Έφτασε ο Φούτζι. Είχε βάλει για πλάκα στο νερό υδροκυάνιο. Θα γελούσαν όλοι με αυτή την πλάκα που σκαρφίστηκε.Η παρέα είχε αρχίσει να κουράζεται. Σκέφτηκαν να πετάξουν φαγητά στα διερχόμενα αυτοκίνητα αλλά το σπίτι του Ταινία ήταν στον πρώτο όροφο και θα τους έπαιρναν χαμπάρι. Εκείνη τη στιγμή ο Ασύκωτος ήπιε μια γερή γουλιά νερό που έμελλε να ήταν και η τελευταία του. Επικράτησε ησυχία λόγω της κόπωσης. Ξάφνου ο Ασύκωτος έβγαλε αφρούς από το στόμα. Δεν ήταν παράδοξο. Συνηθισμένο ήταν. Από τότε που του αφαίρεσαν και το παχύ έντερο εκτός από το συκώτι αντιδρούσε κάπως έτσι. Είχε γίνει ένα με το χαλί. Κανείς δεν ανησύχησε μέχρι τη στιγμή που στάματησε να αναπνέει. Το πρόσωπο του ήταν τρομακτικά μπλε. Πάθαινε ασφυξία.Συχνά δεν μπορούσε να αναπνεύσει. Το κάπνισμα του είχε κάνει κακό και στα πνευμόνια. Κατά τα άλλα ήταν υγιέστατος. Ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη του. Ένα χαμόγελο ικανοποίησης. Λίγες στιγμές πριν πεθάνει είδε τον Γότθιο αιμόφυρτο να λέει "Δεν θα σου ανάψω το καντήλι". Αυτοί οι δύο είχαν πάντα την ίδια κόντρα. Ήθελαν να σκοτώσουν τον άλλον για να ανάβουν το καντήλι στο μνήμα. Ο Ασύκωτος είχε κερδίσει και σε αυτό οφείλοταν η χαρά του. Πέθανε με ανοιχτά τα μάτια και κανείς δεν σκέφτηκε να του τα κλείσει.

Δύο μέρες, δύο θάνατοι. Τέτοιο ποσοστό ούτε ο Καλντερόν στις προσωπικές βολές. Η παρέα είχε αρχίσει να μικραίνει. Τα μέλη της ξεκίνησαν να φεύγουν ένας ένας με γοργούς ρυθμούς. Η τρίτη μέρα δεν σημαδεύτηκε από κάποια απώλεια. Εξάλλου δεν συναντήθηκαν ποτέ μεταξύ τους. Είχαν αρκετές δουλειές, κάποιοι βαρέθηκαν, κάποιοι φοβήθηκαν να βγουν για να μην είναι οι επόμενοι στη θανατηφόρα λίστα.Υπήρξε μόνο τηλεφωνική επαφή. Ο Φούτζι θα είχε για μια μέρα το καινούριο και γρήγορο αμάξι του πατέρα του και προτείνε στα παιδιά να πάνε μια βόλτα κάπου μακρυά να ξεχαστούν. Ο Βύσμας δούλευε και δεν θα μπορούσε να πάει. Ο Αραχνόμορφος αρνήθηκε με χαρακτηριστική αγένεια επειδή δεν εμπιστευόταν τις οδηγικές ικανότητες του Φούτζι. Ο Μπλακ και ο Ταινίας δεν είχαν κάποιο πρόβλημα και συμφώνησαν. Θα ήταν μια καλή ευκαιρία να ξεφύγουν από τη ρουτίνα.

Έφυγαν απόγευμα. Ο καιρός ήταν ηλιόλουστος. Δεν υπήρχε το παραμικρό σύννεφο στον ουρανό. Η μέρα ήταν ζεστή αλλά όχι τόσο ώστε να γίνει ενοχλητική. Ήταν από τις πιο ευχάριστες μέρες που χαιρόσουν να τις ζεις. Ξεκίνησαν με άγνωστο προορισμό. Στην πρώτη προειδοποιητική πινακίδα stop που είδε ο Φούτζι πάτησε κόρνα και προσπέρασε χωρίς να σταματήσει.
Ταινίας:Τι κάνεις ρε;
Φούτζι:Προειδοποιώ τον απέναντι ότι περνάω
Ταινίας:Φούτζι αυτό το κάνεις όταν έχεις προτεραιότητα και πάλι καλό είναι να ελέγχεις
Φούτζι:Ας σταματούσε. Εγώ ήθελα να περάσω
Σιγή επικράτησε. Από το μυαλό του Ταινία και του Μπλακ περνούσαν συνεχώς εικόνες των Γότθιου και Ασύκωτου. Μια ακόμα ανόητη σκέψη του Φούτζι ήταν ικανή να τους στείλει για αντάμωση με τα φιλαράκια τους. Κάποια χιλιόμετρα πιο κάτω σε μια διασταύρωση είχε προτεραιότητα ο Φούτζι. Ο άλλος οδηγός είχε βγει λίγο πιο έξω από την επιτρεπτή γραμμή αλλά χωρίς να εμποδίζει ουσιαστικά την κυκλοφορία. Ο Φούτζι ταράχτηκε άρχισε να βρίζει, να κορνάρει και να σιχτιρίζει
Οδηγός:(Καθησυχαστικά)Ηρέμησε ρε φιλαράκι, δεν έγινε και τίποτα
Φούτζι:(Οργισμένος)Ποιον είπες βλάκα ρε;
Ο οδηγός κατάλαβε ότι είχε να κάνει με περίεργο άνθρωπο και απομακρύνθηκε. Τα παιδιά μέσα στο αμάξι διασκέδασαν την όλη σκηνή. Άρχισαν να περιπαίζουν το Φούτζι. Αυτός επέμενε πως ο άλλος οδηγός τον είχε βρίσει. Ο Ταινίας για να τον εκνευρίσει και άλλο του έλεγε πως του είχε βρίσει την μάνα και την αδερφή. Ο Μπλακ γελούσε, το διασκέδαζε και είπε στον Ταινία να σταμάτησει τα πειράγματα. Δεν το εννοούσε όμως. Σκεφτόταν να βρει κάποιο πιο επιτυχημένο και να κερδίσει τις εντυπώσεις.

Ο δείκτης του ντεπόζιτου της βενζίνης άγγιξε την ένδειξη μηδέν. Κινδύνευαν να μείνουν στη μέση του δρόμου. Σαν από θαύμα ένα βενζινάδικο ξεπρόβαλε μπροστά τους. Ο Μπλακ θεώρησε πως ήταν κλειστό. Ο Φούτζι τον έβρισε. Ενημέρωσε τα παιδιά πως θα έβαζε έξι ευρώ βενζίνη και ζήτησε ένα δίευρο από τον καθένα. Τα παιδιά ούρλιαζαν αλλά ήταν αργά. Στην είσοδο του βενζινάδικου υπήρχε μια αλυσίδα για να τη φράξει. Δεν την είδε ο Φούτζι. Την πήρε παραμάζωμα και ρωτούσε τι περίεργος ήχος είναι αυτός που ακούγεται. Ο Μπλακ απάντησε πως έβαλε ένα πτώμα στο πορτ μπαγκάζ και ο Φούτζι ενοχλημένος τον ρώτησε αν σκέφτηκε τις συνέπειες της πράξης του και τι θα γινόταν αν έκανε έλεγχο η αστυνομία. Ξέχασαν πάλι το φόβο τους και απορούσαν με το Φούτζι. Όταν κολλούσε γινόταν απίστευτος. Τελικά συννενοήθηκαν και ξεκίνησαν να φεύγουν. Σε ένα άδειο βενζινάδικο ο Φούτζι έβαλε όπισθεν και έπεσε πάνω σε ένα προστατευτικό κάγκελο. Συνέχισε να μαρσάρει και έβρισε το αμάξι που δεν έπαιρνε μπρος. Χαλασμένο του το έδωσε ο πατέρας του σκέφτηκε. Μου κάνει συχνά τέτοιες πουστιές. Κατάλαβε σύντομα τι έγινε, έσκυψε το κεφάλι, δεν μίλησε και επιτέλους βγήκε από το βενζινάδικο. Στα εκατό μέτρα είδαν ένα εστιατόριο. Επειδή πεινούσαν σταμάτησαν να φάνε. Απλό ακούγεται αλλά δεν είναι. Για να κατεβούν πρέπει πρώτα να παρκάρουν. Δεν χρειάστηκε πολύ χρόνο ο Φούτζι. Γύρω στα πέντε λεπτά και καμιά εβδομηνταριά μπρος πίσω. Ο Μπλακ τα μετρούσε ένα προς ένα. Ο Φούτζι παραπονέθηκε στον Ταινία που καθόταν στο πίσω κάθισμα ότι τον χτυπάει στο κεφάλι. Ο Ταινίας το αρνήθηκε κατηγορηματικά. Τελικά αυτό που είχε γίνει ήταν ότι ο Φούτζι είχε ανοιχτό παράθυρο και όταν επιτέλους κατάφερε να παρκάρει είχαν μπει μέσα στο αμάξι κάτι κλαδιά από ένα δέντρο. Εξάλλου ποιος προσέχει ένα δέντρο; Κανείς. Ο Ταινίας και ο Μπλακ είχαν δακρύσει από τα γέλια. Βγήκαν από την πλευρά του δρόμου σχεδόν μπουσουλώντας και αφηρημένα. Εκείνη τη στιγμή πέρασε μια νταλίκα και τους διαμέλισε. Για την ακριβεία τους πολτοποίησε αλλά ας μην γίνουμε και πολύ σιχαμεροί.

Είναι μερικές φορές που η τύχη δεν είναι με το μέρος σου. Μπορεί τα άστρα να είναι σε λάθος θέση και να μην είναι ευνοικά, μπορεί να φταίει η αρνητική προδιάθεση. Για την παρέα δεν ίσχυε κάτι τέτοιο. Ήταν μέρος ενός μεγάλου και αναπόφευκτα τραγικού σχεδίου. Ό,τι και να έκαναν δεν θα ξέφευγαν από την μοιρά τους. Μπορούσαν βέβαια να καθυστερήσουν το θανατό τους αλλά ήταν και αρκετά στόκοι για να το συνειδητοποιήσουν. Τρεις και να καίνε. Οι ήδη πεθαμένοι αν τους παρακολουθούσαν από ψηλά θα έβαζαν στοιχήματα για τον επόμενο. Ο Ταινίας, ο Μπλακ και ο Ασύκωτος θα είχαν ποντάρει στο Φούτζι. Ήταν υπεύθυνος για το θάνατο και των τριών και λογικά θα ήταν ο επόμενος στη λίστα. Ο Γότθιος θα γελούσε σαρκαστικά. Θα είχε εξηγήσει πλέον το όνειρο. Ο Φούτζι τους είχε οδηγήσει στην αυτοκτονία. Αυτός όμως δεν πήδηξε από το μπαλκόνι. Έφυγε σαν κύριος από την πόρτα αφού κάλεσε πρώτα τα κανάλια για να γίνει διάσημος. Έτσι λοιπόν και στην πραγματική ζωή θα τους ξέκανε έναν έναν χωρίς να το πάρει χαμπάρι. Ήταν πλέον καθαρή περίπτωση 50-50. Ο Γότθιος θα είχε ποντάρει στον Αραχνόμορφο. Δεν θα έσπαγε την αρνητική του παράδοση ούτε σαν νεκρός.

Ο Χάρος ήταν κουρασμένος. Ήθελε και αυτός λίγες μέρες ξεκούρασης. Το δρεπάνι του χρειαζόταν ακόνισμα και η κουκούλα του άρχισε να τον στενεύει. Άφησε τους δύο που είχε στο μάτι να ζήσουν μια εβδομάδα παραπάνω. Έπεσε και δουλειά στο Μεξικό με τη γρίπη των χοίρων τι να πρωτοπρολάβει ο άνθρωπος. Τώρα ήρθε όμως η στιγμή. Αποφάσισε να ξεκάνει τους εναπομείναντες με συνοπτικές διαδικασίες. Είχε αρχίσε να βαριέται. Δεν είναι και λίγο να κάνεις την ίδια δουλειά χιλιάδες χρόνια. Μια ακόμα ζεστή μέρα και ένα ακόμα ταξίδι θα ήταν το προμήνυμα για τον επόμενο θάνατο. Αυτή τη φορά θα ήταν γνωστός ο προορισμός και άλλος ο οδηγός. Ρωτόνη η πρώτη, Βύσμας ο δεύτερος. Ο πατέρας του Φούτζι δεν του έδωσε ποτέ ξανά το αμάξι. Κάθε καλοκαίρι πήγαιναν εκεί. Λίγος κόσμος. Τα παιδιά, δύο συνταξιούχοι, κάμποσες αγελάδες και ένας βοσκός. Η θάλασσα ήταν καθαρή στο σημείο που είχαν νοικιάσει το σπίτι αλλά αυτοί περπατούσαν χίλια μέτρα για να κολυμπήσουν σε ένα βρώμικο σημείο. Βίτσια είναι αυτά. Στο αμάξι δεν αντιμετώπισαν προβλήματα. Ο Βύσμας οδηγούσε καλά και δεν είχε νευριάσει καθόλου. Η μέρα ξεκίνησε ηλιόλουστα. Ο Αραχνόμορφος πήγε για καφέ στο μοναδικό beach bar της Ρωτόνης και ο Βύσμας και ο Φούτζι θα τον συναντούσαν αργότερα γιατί τακτοποιούσαν τα πράγματα. Την στιγμή που έβαζαν και το τελευταίο μποξεράκι στο συρτάρι μια απίστευτη νεροποντή είχε ξεκινήσει. Μέσα σε λίγα λεπτά το γειτονικό κάμπινγκ είχε μεταμορφωθεί σε λίμνη. Κάποιος θα μπορούσε να την πει και λιμνοθάλασσα. Οι δρόμοι είχαν γεμίσει νερό. Η Ρωτόνη ήταν εγκαταλελειμένη, σιγά μην είχε ασχοληθεί κανείς με το αποχευτικό. Η βροχή δεν κράτησε παραπάνω από μισή ώρα. Ο Αραχνόμορφος επικοινώνησε με το Βύσμα και τον ενημέρωσε πως είχε βρει ένα υπόστεγο κοντά στο ρέμα και έκανε μια μικρή συλλογή από βατράχια. Τώρα ήταν στην καφετέρια και τους περίμενε. Ξεκινώντας τα παιδιά ο Φούτζι πέταξε μια ιδέα
Δεν περπατάμε καλύτερα από την παραλία να γυμναστούμε και λίγο;
Ναι, καλή σκέψη συμφώνησε ο Βύσμας υπογράφοντας τη θανατική του καταδίκη.

Είχαν περπατήσει αρκετά. Ήταν λακωνικοί και οι δύο. Η βροχή τους χάλασε τα σχέδια. Δεν είναι και ότι πιο σύνηθες να ξεκινάς μια εκδρομή και να βρέχει με το τουλούμι. Οι συνέπειες στη διάθεση των παιδιών ήταν καταστροφικές και εμφανέστατες. Μια χαλαρή κουβέντα για την απώλεια των φίλων τους πήγε να ξεκινήσει αλλά διακόπηκε απότομα από ένα οικτρό θέαμα. Το ρέμα που είχε αναφέρει ο Αραχνόμορφος ξεχείλισε λόγω της βροχής, κατέληγε στη θάλασσα και αποτελούσε εμπόδιο στην πορεία των δύο νεαρών. Μπροστά τους ήταν κάτι καφετιά βρώμικα νερά. Δεν ήταν μεγάλη απόσταση. Γύρω στα δέκα βήματα. Ο Βύσμας σκέφτηκε να κάνουν τον κύκλο, ενώ ο Φούτζι τον καθησύχασε λέγοντας του ότι και την προηγούμενη χρονιά είχε συμβεί το ίδιο. Τότε αυτός και ο Γότθιος είχαν περάσει χωρίς να πάθουν κάτι σημαντικό πέρα από μερικά μπιμπίκια και μια αφυδάτωση δέρματος. Ούτε καν στο νοσοκομείο δεν χρειάστηκε να πάνε. Επίσης ήταν ρηχό. Το πολύ πολύ να έφτανε μέχρι το στήθος. Ο Βύσμας τον πίστεψε. Ούτε αυτός ήξερε τον όρο καθίζηση εδάφους.Έκανε το πρώτο αποφασιστικό βήμα μέσα στα βρωμερά νερά και του έμεναν άλλα τέσσερα. Όχι για να βγει, αλλά για να πεθάνει. Στο τρίτο το νερό είχε φτάσει στο στήθος του. Στο χώμα πατούσε κάτι σαν κεφάλια ζώων και ουρές ποντικιών αλλά δεν έδωσε σημασία, το έπαιξε ανώτερος. Στο τέταρτο το νερό παρέμεινε στην ίδια στάθμη. Στο πέμπτο βήμα όμως βυθίστηκε ολόκληρος μέσα. Πάτησε στο έδαφος και το πόδι του πιάστηκε κάπου. Δεν ήταν σίγουρος. Δεν μπορούσε να δει καλά μέσα στα θολά νερά. Ένιωθε πως είχε πιαστεί σε γιγάντια ποντικοπαγίδα. Προσπάθησε να απελευθερωθεί αλλά μάταια.Το πόδι του είχε βουλιάξει για τα καλα στο λιπαρό πάτο το βούρκου. Ο Φούτζι έξω νόμιζε πως του έκανε πλάκα. "Θα κάνω τον κύκλο τελικά. Θα σε περιμένω στην άλλη άκρη'' του είπε. Φυσικά ο Βύσμας δεν τον άκουσε. Η μάχη που έδινε ήταν αδυσώπητη. Ίσως και να είχε δραπετεύσει αν δεν κατάπινε μια γουλιά νερό. Ο πόνος στο στομάχι ήταν άμεσος και οξύς. Δέχτηκε την ήττα του. Γονάτισε κάτω και πέθανε περήφανα. Με ένα δάκρυ να κυλάει στο μάγουλο του.

Ο Χάρος έτριβε τα χέρια του από ικανοποίηση. Ένας είχε μείνει πλέον. Είχε κάνει καλή δουλειά. Όλοι οι φόνοι έμοιαζαν με ατυχήματα και κανείς δεν θεώρησε υπεύθυνο το Φούτζι. Μάλιστα έτρεφαν ευγενικά συναισθήματα για το πρόσωπο του επειδή είχε χάσει όλους τους φίλους του ο κακόμοιρος. Κανείς δεν είναι ικανός να ανταπεξέλθει σε τόσο πόνο. Είχε μείνει μόνος με τον Αραχνόμορφο. Θα θυμάστε ότι αυτοί οι δύο δεν είχαν και τις καλύτερες σχέσεις. Ίσως τους δόθηκε μια καλή ευκαιρία να επανορθώσουν και να αναθεωρήσουν. Για αυτό αποφάσισαν να πάνε μια βόλτα στο δάσος. Θα συναντιόντουσαν λίγο έξω από την πόλη. Ξεκινώντας ο Αραχνόμορφος δέχτηκε μια κλήση από το Φούτζι. Κλασικά κάτι του έτυχε. Δεν θα πήγαινε. ''Άντε να χαθείς κόπανε'' είπε ο Αραχνόμορφος και έκλεισε το κινητό. Έβαλε μουσική να ξεδώσει. Το ραδιόφωνο του αυτοκινήτου έπαιξε ένα παλιό Ελληνικό τραγούδι. Παραδόξως ήταν κάφρικο και ο Αραχνόμορφος γούσταρε. Δεν έδωσε σημασία στο στίχο:Είδα τους φίλους μου να φεύγουν ένας ένας, τώρα ο θάνατος έρχεται για εμένα. Απόρησε ποιος ήταν ο καλλιτέχνης. ''Πίσσα και πούπουλα ρε άμουσε'' θα του έλεγε ο Γότθιος αν ζούσε. Με το τέλος του τραγουδιού ο Αραχνόμορφος είχε ήδη φτάσει στο δάσος.

Περνούσε καλά. Χάζευε τα λουλουδιά, τα έντομα. Μερικά τα χάιδευε και τους έλεγε γλυκόλογα. Χάρηκε τελικά που δεν είχε έρθει ο Φούτζι γιατί μπορεί και να τον έπρηζε με τις ανοησίες του. Ζώντας μερικές στιγμές ηδονής άκουσε έναν ήχο από οπλές αλόγου. Σάστισε. Όταν είδε να τον πλησιάζει ένα σώμα ανθρώπου δεν του φάνηκε περίεργο. Όταν είδε πως το σώμα κατέληγε σε πόδια αλόγου ούτε πάλι παραξενεύτηκε. Αναφώνησε πως πάντα ήξερε ότι υπάρχουν κένταυροι και πως τελικά δεν ήταν τρελός. Εκείνο που του διέφυγε ήταν ότι οι κένταυροι ήταν οι καλύτεροι πολεμιστές. Ο κένταυρος με το άγνωστο όνομα τον ξάπλωσε κάτω σε κλάσματα δευτερολέπτου.
-Κάτι τρέχει με έσενα είπε στον Αραχνόμορφο
-Τι ακριβώς εννοείς;
-Μυρίζω κάτι πάνω σου. Σαν να έχεις δύο ομάδες αίματος ταυτόχρονα.
-Δίκιο έχεις μου το είπαν στο στρατό και μου έδωσαν Ι3
-Και δεν αισθάνεσαι λίγο περίεργα;
-Όχι γιατί είμαι παιδί που προέρχεται από άλλους γαλαξίες. Σαν εμένα υπάρχουν άλλα τρία άτομα. Στο σύμπαν.
-Μήπως ξέρεις και ποιος ήταν ο προγονός σου;
-Ο Διόνυσος. Ο μεγαλύτερος κατακτητής όλων των εποχών. Ο Αλέξανδρος δεν ήταν τίποτα μπροστά του.
-Ξέρεις πολλά είπε ο κένταυρος.
Το μόνο που είδε ο Αραχνόμορφος ήταν τα πέταλα του κενταυρού λίγο πριν χτυπήσουν το κεφάλι του. Στεναχωρέθηκε βέβαια που δεν συζήτησαν και άλλα θέματα. Θα είχαν πολλά να πουν μαζί.

Το τέλος έφτασε για όλους. Προσπάθησαν να ξεγελάσουν τη μοίρα. Δεν τα κατάφεραν. Πάλεψαν με όλες τις δυνάμεις τους, έδωσαν το 100% των δυνατοτήτων τους μα πάλι δεν ήταν αρκετό. Τις τελευταίες τους στιγμές μπορεί και να είδαν τη ζωή με άλλο μάτι. Να άφησαν πίσω κάθε κακία και να συνειδητοποίησαν πόσο όμορφη είναι τελικά η ζωή. Τι σημασία είχε όμως; Πτώματα ήταν όλοι. Ίσως και να περπάτησαν στο τούνελ με το άσπρο φως. Ίσως να ξεκλείδωσαν την πόρτα της ύπαρξης. Μπορεί να βρίσκονται σε μια γωνιά στον ουρανό και να ζουν αγαπημένοι. Ίσως ο Αραχνόμορφος ζει με την αγαπημένη του ταραντούλα. Ο Γότθιος μπορεί να κολυμπάει ανάσκελα με μια ήρεμη θάλασσα και να τρώει μερέντα. Ο Μπλακ πιθανότατα βρήκε το Μέγα Αλέξανδρο και τον ρωτάει αν τελικά ήταν αδερφή. Ποιος ξέρει αν τελικά βρήκε και το Χριστό. Δεν θα είναι δίολου περίεργο αν ο Ασύκωτος συνάντησε τον Πέτροβιτς και του εξηγούσε λεπτομερώς τους λόγους που ποτέ του δεν ήταν καλύτερος μπασκετμπολίστας από το Σαμπόνις. Ο Βύσμας και ο Ταινίας θα παίζουν στοιχήματα στο μπάσκετ προσπαθώντας να παρατείνουν τη διαμονή τους στον παράδεισο. Μπορεί και να έχουν συμβεί αυτά. Το μόνο σίγουρο πάντως είναι ότι τα κουφάρια τους τα έφαγαν τα σκουλήκια. Ολόκληρα. Εκτός από του Ασύκωτου. Ήταν παχύς ο φουκαράκος.

Οι νεκροί με τους νεκρούς και οι ζωντανοί με τους ζωντανούς. Καλύτερα όλοι μαζί και ο Φούτζι μόνος. Από τότε που έχασε τους φίλους του το έριξε στο καλλιτεχνικό. Έγραψε ένα ποίημα. Θα έβγαινε στα κανάλια, θα το έπαιζε δυστυχισμένος και μπορεί να γινόταν ντίβα. Αυτό ήταν πάντα το όνειρο του. Να γίνει γνωστός στο πανελλήνιο. Δούλεψε πολύ το έργο του. Ήθελε να είναι σωστά δομημένο και να μην έχει ατέλειες σε κανέναν τομέα. Ήταν η μεγάλη του ευκαιρία να πραγματοποιήσει το όνειρο του και δεν θα την άφηνε να πάει χαμένη. Το ποίημα ολοκληρώθηκε.

Όπως στον έρωτα έτσι και στη ζωή
Κάθε πλαστικός άγγελος κρύβει μια πληγή
Οι φίλοι έφυγαν, πήγαν μακρυά
Πόσο μου έχει λείψει να τους βλέπω φιλικά

Ο επιβάτης που δεν έφτασε ποτέ στον προορισμό
Το τραίνο που έχασε για πάντα το στάθμο
Η υπαρξή μας μάταιη, μονότονη, μουντή
Μοιάζει σαν να είμαστε για πάντα φυλακή

Ω θεοί μοναδικοί, δώστε πνοή
Δύναμη μοναδική
Κάντε τον πόνο ελπίδα και τη νύχτα μέρα

Αχ άπονη ζωή, απέλπιδα προσευχή
Φάρε των φάρων
Κάντε τη νύχτα μέρα και τον πόνο ελπίδα

Θεωρούσε δεδομένη την επιτυχία. Στο μυαλό του έμοιαζε με αριστούργημα και ας μην συμφωνούσε κανείς. Θα έγραφε ιστορία. Θα το δίδασκαν στα σχολεία. Ναι τα πίστευε. Ναι ήταν βέβαιος για αυτά. Εξάλλου το όνομα του ήταν Μόρι. Φούτζι Μόρι.


2 σχόλια: