Το δροσερό αεράκι που φυσούσε προμήνυε τον ερχομό του φθινοπώρου. Οι περαστικοί στους δρόμους φορούσαν πιο βαριά ενδύματα. Κάποιοι λιγοστοί τολμηροί εξακολουθούσαν να είναι ντυμένοι με σορτσάκια και κοντομάνικα προσπαθώντας να επαναφέρουν στις καρδιές τους το καλοκαίρι. Ο κεντρικός δρόμος της πόλης Χίντεν ήταν πολυσύχναστος αλλά παραδόξως καθόλου θορυβώδης. Οι οδηγοί των εκατοντάδων αυτοκινήτων που κατέκλυζαν τους δρόμους ήταν υπερβολικά υπομονετικοί καθώς ήταν ανεκτικοί στις κακουχίες και συνάμα πράοι. Η κυκλοφοριακή συμφόρηση δεν τους πτοούσε και δεν προκαλούσε τον παραμικρό μορφασμό. Οι διερχόμενοι από τα πεζοδρόμια βρίσκονταν σε παρόμοια κατάσταση. Χαρωποί, ευδιάθετοι με το χαμόγελο αποτυπωμένο στα χείλη μετέβαιναν χωρίς κόπο στον προορισμό τους. Αν κάποιος έβλεπε την πόλη από ψηλά θα παρατηρούσε ότι βρισκόταν σε τέλεια αρμονία. Οι δρόμοι ήταν συμμετρικοί και κανένας από τους κατοίκους δεν παρέκκλινε από την πορεία του. Όλα έδειχναν πως η πόλη ήταν βγαλμένη μέσα από τα όνειρα του πιο επιτυχημένου δημιουργού.
Μοναδική παραφωνία ήταν ένα μικρό πάρκο χτισμένο σε μια γωνιά της πόλης και αποκομμένο από τους κατοίκους της. Άνθρωποι υπεύθυνοι για τη διατήρηση της τάξης και της ησυχίας απαγόρευαν την είσοδο στο πάρκο. Το δεύτερο σκέλος της δουλειάς τους ήταν να απαγορεύουν την είσοδο στο Χίντεν όλων εκείνων που διέμεναν στο πάρκο. Όλοι τους κυκλοφορούσαν με τσαλακωμένα ρούχα, μάλωναν μεταξύ τους και πιο συχνά ξεστόμιζαν αισχρές κουβέντες. Το Χίντεν δεν ήταν κατάλληλο μέρος για αυτούς επειδή χτίστηκε με πολύ κόπο και υπομονή. Επιπλέον η εκπαίδευση των κατοίκων του ήταν πολυδάπανη για αυτό και τίποτα δεν θα μπορούσε να χαλάσει την ηρεμία της πόλης.
Στο πάρκο είχε δοθεί το όνομα Χελτ. Η εικόνα του θα μπορούσε να χαρακτηριστεί αποκαρδιωτική. Τα παγκάκια είχαν να βαφούν πάνω από ένα χρόνο, κάθε λογής σκουπίδια ήταν πεταμένα σε όλα τα μήκη και πλάτη του πάρκου και μερικές τούφες από γρασίδι είχαν παραμείνει φυτεμένες στο κοκκινόχωμα. Στο ένα παγκάκι καθόταν κάποιος ηλικιωμένος με μακριά λευκή γενειάδα. Ήταν ψηλός, αδύνατος, φαινόταν καταβεβλημένος από τις κακουχίες της ζωής. Μια κουβέρτα που είχε αφημένη δίπλα του και τα μαύρα κουρέλια που φορούσε πρόδιδαν αμέσως πως ήταν άστεγος. Το βλέμμα του ήταν απλανές χωρίς να έχει κάποιο συγκεκριμένο στόχο. Ήταν υπερβολικά αφηρημένος και ταράχτηκε έντονα όταν αισθάνθηκε ένα χέρι στον ώμο του. Το άγγιγμα ήταν φιλικό αλλά διαπέρασε σαν ηλεκτρισμός τον ηλικιωμένο που πετάχτηκε έντρομος από τη θέση του.
Πως σε λένε; άκουσε μια φωνή
Καν απάντησε ο ηλικιωμένος με το φόβο καταγεγραμμένο στα μάτια του. Ο άνθρωπος που του μίλησε ήταν πολύ διαφορετικός. Αν ο Καν είχε επισκεφτεί το Χίντεν θα συνειδητοποιούσε ότι ήταν ίδιος με τους κατοίκους του. Ήταν και αυτός ψηλός, γεροδεμένος, τριαντάρης με σγουρά μαλλιά και τα χρήματα που κόστιζαν τα ρούχα του ήταν παραπάνω από εκείνα που αναλογούσαν στο πάρκο του Χελτ.
Ονομάζομαι Άλεβ. Έχεις ακούσει για το Χίντεν; ήταν τα λόγια του προς τον Καν
Ξέρω μόνο ότι είναι απαγορευμένη περιοχή ήταν η γρήγορη απάντηση του ηλικιωμένου.
-Έχεις σκεφτεί ποτέ να πας;
-Όχι
-Γιατί;
-Γιατί αν πλησιάσω θα με σκοτώσουν.
-Πλησίασες ποτέ και είσαι τόσο σίγουρος;
Ο Καν άρχισε να τα χάνει. Δεν μπορούσε να αντιληφθεί το σκοπό του διαλόγου ούτε τις προθέσεις του κυρίου. Η αντίθεση των δύο ήταν χαρακτηριστική. Η σιγουριά και η αυτοπεποίθηση διέκριναν τον Άλεβ. Το κορμί του στεκόταν αγέρωχο και ενέπνεε μια δυναμική αύρα πλημμυρισμένη από ζωηρά χρώματα. Αντίθετα ο Καν βρισκόταν σε σύγχυση επειδή αισθανόταν έντονο φόβο χωρίς να υπήρχε προφανής αιτία. Ο άγνωστος άντρας ήταν φιλικός μαζί του όμως η πηγή του τρόμου ήταν η διαφορετικότητά τους. Ο Καν ένιωθε μπροστά στον Άλεβ όπως ένα μυρμήγκι μπροστά στον ελέφαντα. Η μαζεμένη και επιφυλακτική στάση του σώματος του πρόδιδε την ψυχολογική του κατάσταση. Τα λίγα δευτερόλεπτα αμήχανα σιωπής έσπασαν από τα λόγια του Άβελ.
-Καμιά φορά οι καταστάσεις διαφέρουν από αυτό που δείχνουν.
-Τι εννοείς;
-Εννοώ πως αν με ακούσεις προσεχτικά όχι μόνο θα εισέλθεις στο Χίντεν αλλά θα γίνεις και ο αντικαταστάτης του Γκεντ.
Οι παλμοί του Καν αυξήθηκαν με γεωμετρική πρόοδο. Οι φλέβες του χτυπούσαν δυνατά όλο του το σώμα και η αναπνοή του επιταχύνθηκε απότομα. Είχε ακούσει για τον Γκεντ, τον αυτοκράτορα του Χίντεν. Μόλις ένα άτομο είχε την αρμοδιότητα να επικαλείται το όνομά του και αποτελούσε για αυτόν τον σύμβουλό του. Η δουλειά του ήταν να μεταφέρει στο λαό του Χίντεν τις διαταγές του Γκεντ για να μπορεί να διατηρηθεί πλήρως η αρμονία της πόλης. Δεν ήταν δυνατό ένας τόσο σημαντικός άνθρωπος να συνομιλούσε μαζί του. Θεωρώντας πως πρόκειται για κακόγουστη φάρσα ο Καν σηκώθηκε από το παγκάκι και άρχισε να απομακρύνεται με νωχελικά βήματα λόγω της κακής του φυσικής κατάστασης. Η φωνή του Άλεβ τον ξάφνιασε και τον σταμάτησε απότομα.
Δεν είσαι τόσο ασήμαντος όσο νομίζεις Καν. Σε επέλεξα για ένα σκοπό και πρέπει να επαληθεύσεις τις προσδοκίες μου και να πραγματοποιήσεις τα όνειρα μου.
Γιατί με αποκάλεσες Καν ρώτησε ταραγμένος επειδή δεν πίστεψε ότι ο Άλεβ γνώριζε το όνομά του.
Το μόνο που έχεις να κάνεις, είπε ο Άλεβ, είναι να με ακολουθήσεις και όλες σου οι απορίες θα λυθούν. Μπορείς να επιλέξεις ανάμεσα στη γνώση και την άγνοια.
Φοβισμένος και συνάμα περίεργος ο Καν δεν ήξερε ποια από τις δύο επιλογές θα ήταν η σωστή. Κινούμενος περισσότερο από τα εσωτερικά του ένστικτα τις ενδότερες του επιθυμίες προτίμησε το δρόμο της γνώσης.
Ο Καν δεν είχε συνειδητοποιήσει ποια παράλογη ορμή τον ώθησε σε αυτή την απόφαση. Περπατούσε δίπλα δίπλα με τον μέχρι πριν λίγο άγνωστο άντρα που στεκόταν αμίλητος κάνοντας τον Καν να νιώσει άβολα για ακόμα μία φορά. Ήταν σίγουρος πως ο Άβελ το έκανε επίτηδες γιατί ήταν ικανός να διαβάζει τις σκέψεις των ανθρώπων. Προχώρησαν ελάχιστα όταν ο Άβελ επιτέλους μίλησε.
-Ο χρόνος μας είναι περιορισμένος. Πρέπει να επιστρέψω πριν αντιληφθούν πως λείπω. Θέλεις να γίνεις ο αυτοκράτορας του Χίντεν;
-Μα, είσαι τρελός; Ο Γκεντ...
-Δεν υπάρχει Γκεντ, είναι μια επινόηση. Εγώ είμαι αυτός που εξουσιάζει την πόλη.
-Είσαι σίγουρα τρελός. Γιατί μιλάς έτσι;
-Πριν από εμένα υπήρχαν και άλλοι που έκαναν τη δουλειά μου. Αν δίναμε εμείς τις διαταγές οι πολίτες θα αντιδρούσαν. Τώρα που πιστεύουν ότι λειτουργούν κάτω από τις εντολές ενός αόρατου και ανέγγιχτου αρχηγού δεν τολμάνε να φέρουν αντίρρηση. Ο κόσμος έχει ανάγκη από έναν μυστηριώδη, ακατανόητο και συνάμα αυστηρό αρχηγό που τους κρατάει στο σωστό δρόμο.
-Δεν σε καταλαβαίνω.
-Όλοι αυτοί οι άνθρωποι που θεωρείς ευτυχισμένους και ανωτέρους σου έχουν υποστεί ψυχολογική βία. Έμαθαν να λειτουργούν κάτω από συγκεκριμένους κανόνες και έτσι έχασαν αυτό που τους χαρακτηρίζει, την ατομική τους βούληση.
Ο Άβελ δεν φαινόταν να δίνει σημασία στον Καν. Τα λόγια του ήταν γρήγορα και άμεσα. Ήλπιζε πως θα γινόταν αμέσως κατανοητά χωρίς περαιτέρω εξηγήσεις. Συνεχίζοντας είπε
Θέλουν ένα δυνατό σοκ για να συνέλθουν. Να δουν πως υπάρχει και διαφορετική ζωή, δηλαδή εσύ. Με εσένα αρχηγό το Χελτ θα μπορούσε να γίνει ισότιμο κομμάτι του Χίντεν. Με αυτό τον τρόπο θα βελτιωνόταν οι δικές σας συνθήκες διαβίωσης και οι πολίτες του Χίντεν θα ξανάβρισκαν τη χαμένη τους ταυτότητα. Το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να με σκοτώσεις.
-Ακόμα και να το έκανα οι άνθρωποι της ασφάλειας δεν θα με άφηναν να εισέλθω.
-Θα τους έλεγες ότι αυτό διέταξε ο Γκεντ.
-Δε θα με πιστέψουν.
-Θα πιστέψουν οτιδήποτε τους πει ο Γκεντ. Λοιπόν είσαι έτοιμος για μια μεγάλη αλλαγή στη ζωή σου και όλου του κόσμου ταυτόχρονα; Πάρε αυτό το μαχαίρι και σκότωσε με.
Ο Καν δίστασε να πάρει το μαχαίρι. Ίσως να φοβήθηκε ότι ο Άβελ θα χρησιμοποιούσε πρώτος το μαχαίρι. Πιο πολύ όμως δίστασε να κάνει το παραπάνω βήμα. Να γίνει κυρίαρχος, να πάρει αποφάσεις που θα επηρέαζαν τη ζωή πολλών ανθρώπων. Ένιωθε μικροσκοπικός απέναντι στο μεγαλείο μιας πόλης που ποτέ δεν είχε δει αλλά μόνο είχε ακούσει για αυτήν. Ο Γκεντ τον ήθελε κάτοικο του Χελτ και έτσι έπρεπε να παραμείνει. Απομακρύνθηκε με βιαστικά βήματα. Δεν γύρισε να κοιτάξει πίσω του τον Άβελ που στεκόταν ακίνητος και εκλιπαρούσε από μέσα του να γυρίσει πίσω ο Καν και να τον σκοτώσει. Η επιθυμία του δεν έγινε ποτέ πραγματικότητα Η ζωή και των δύο συνεχίστηκε χωρίς αλλαγές. Του μεν σε ένα κόσμο που ένιωθε τιποτένιος μπροστά σε ανώτερες δυνάμεις και του δε σε έναν πλασματικά ονειρικά φτιαγμένο κόσμο. Κανείς δεν ήταν έτοιμος για δραστικές αλλαγές. Ίσως να μην γίνει ποτέ. Ίσως ο δισταγμός να υπάρχει αιώνια.
Μοναδική παραφωνία ήταν ένα μικρό πάρκο χτισμένο σε μια γωνιά της πόλης και αποκομμένο από τους κατοίκους της. Άνθρωποι υπεύθυνοι για τη διατήρηση της τάξης και της ησυχίας απαγόρευαν την είσοδο στο πάρκο. Το δεύτερο σκέλος της δουλειάς τους ήταν να απαγορεύουν την είσοδο στο Χίντεν όλων εκείνων που διέμεναν στο πάρκο. Όλοι τους κυκλοφορούσαν με τσαλακωμένα ρούχα, μάλωναν μεταξύ τους και πιο συχνά ξεστόμιζαν αισχρές κουβέντες. Το Χίντεν δεν ήταν κατάλληλο μέρος για αυτούς επειδή χτίστηκε με πολύ κόπο και υπομονή. Επιπλέον η εκπαίδευση των κατοίκων του ήταν πολυδάπανη για αυτό και τίποτα δεν θα μπορούσε να χαλάσει την ηρεμία της πόλης.
Στο πάρκο είχε δοθεί το όνομα Χελτ. Η εικόνα του θα μπορούσε να χαρακτηριστεί αποκαρδιωτική. Τα παγκάκια είχαν να βαφούν πάνω από ένα χρόνο, κάθε λογής σκουπίδια ήταν πεταμένα σε όλα τα μήκη και πλάτη του πάρκου και μερικές τούφες από γρασίδι είχαν παραμείνει φυτεμένες στο κοκκινόχωμα. Στο ένα παγκάκι καθόταν κάποιος ηλικιωμένος με μακριά λευκή γενειάδα. Ήταν ψηλός, αδύνατος, φαινόταν καταβεβλημένος από τις κακουχίες της ζωής. Μια κουβέρτα που είχε αφημένη δίπλα του και τα μαύρα κουρέλια που φορούσε πρόδιδαν αμέσως πως ήταν άστεγος. Το βλέμμα του ήταν απλανές χωρίς να έχει κάποιο συγκεκριμένο στόχο. Ήταν υπερβολικά αφηρημένος και ταράχτηκε έντονα όταν αισθάνθηκε ένα χέρι στον ώμο του. Το άγγιγμα ήταν φιλικό αλλά διαπέρασε σαν ηλεκτρισμός τον ηλικιωμένο που πετάχτηκε έντρομος από τη θέση του.
Πως σε λένε; άκουσε μια φωνή
Καν απάντησε ο ηλικιωμένος με το φόβο καταγεγραμμένο στα μάτια του. Ο άνθρωπος που του μίλησε ήταν πολύ διαφορετικός. Αν ο Καν είχε επισκεφτεί το Χίντεν θα συνειδητοποιούσε ότι ήταν ίδιος με τους κατοίκους του. Ήταν και αυτός ψηλός, γεροδεμένος, τριαντάρης με σγουρά μαλλιά και τα χρήματα που κόστιζαν τα ρούχα του ήταν παραπάνω από εκείνα που αναλογούσαν στο πάρκο του Χελτ.
Ονομάζομαι Άλεβ. Έχεις ακούσει για το Χίντεν; ήταν τα λόγια του προς τον Καν
Ξέρω μόνο ότι είναι απαγορευμένη περιοχή ήταν η γρήγορη απάντηση του ηλικιωμένου.
-Έχεις σκεφτεί ποτέ να πας;
-Όχι
-Γιατί;
-Γιατί αν πλησιάσω θα με σκοτώσουν.
-Πλησίασες ποτέ και είσαι τόσο σίγουρος;
Ο Καν άρχισε να τα χάνει. Δεν μπορούσε να αντιληφθεί το σκοπό του διαλόγου ούτε τις προθέσεις του κυρίου. Η αντίθεση των δύο ήταν χαρακτηριστική. Η σιγουριά και η αυτοπεποίθηση διέκριναν τον Άλεβ. Το κορμί του στεκόταν αγέρωχο και ενέπνεε μια δυναμική αύρα πλημμυρισμένη από ζωηρά χρώματα. Αντίθετα ο Καν βρισκόταν σε σύγχυση επειδή αισθανόταν έντονο φόβο χωρίς να υπήρχε προφανής αιτία. Ο άγνωστος άντρας ήταν φιλικός μαζί του όμως η πηγή του τρόμου ήταν η διαφορετικότητά τους. Ο Καν ένιωθε μπροστά στον Άλεβ όπως ένα μυρμήγκι μπροστά στον ελέφαντα. Η μαζεμένη και επιφυλακτική στάση του σώματος του πρόδιδε την ψυχολογική του κατάσταση. Τα λίγα δευτερόλεπτα αμήχανα σιωπής έσπασαν από τα λόγια του Άβελ.
-Καμιά φορά οι καταστάσεις διαφέρουν από αυτό που δείχνουν.
-Τι εννοείς;
-Εννοώ πως αν με ακούσεις προσεχτικά όχι μόνο θα εισέλθεις στο Χίντεν αλλά θα γίνεις και ο αντικαταστάτης του Γκεντ.
Οι παλμοί του Καν αυξήθηκαν με γεωμετρική πρόοδο. Οι φλέβες του χτυπούσαν δυνατά όλο του το σώμα και η αναπνοή του επιταχύνθηκε απότομα. Είχε ακούσει για τον Γκεντ, τον αυτοκράτορα του Χίντεν. Μόλις ένα άτομο είχε την αρμοδιότητα να επικαλείται το όνομά του και αποτελούσε για αυτόν τον σύμβουλό του. Η δουλειά του ήταν να μεταφέρει στο λαό του Χίντεν τις διαταγές του Γκεντ για να μπορεί να διατηρηθεί πλήρως η αρμονία της πόλης. Δεν ήταν δυνατό ένας τόσο σημαντικός άνθρωπος να συνομιλούσε μαζί του. Θεωρώντας πως πρόκειται για κακόγουστη φάρσα ο Καν σηκώθηκε από το παγκάκι και άρχισε να απομακρύνεται με νωχελικά βήματα λόγω της κακής του φυσικής κατάστασης. Η φωνή του Άλεβ τον ξάφνιασε και τον σταμάτησε απότομα.
Δεν είσαι τόσο ασήμαντος όσο νομίζεις Καν. Σε επέλεξα για ένα σκοπό και πρέπει να επαληθεύσεις τις προσδοκίες μου και να πραγματοποιήσεις τα όνειρα μου.
Γιατί με αποκάλεσες Καν ρώτησε ταραγμένος επειδή δεν πίστεψε ότι ο Άλεβ γνώριζε το όνομά του.
Το μόνο που έχεις να κάνεις, είπε ο Άλεβ, είναι να με ακολουθήσεις και όλες σου οι απορίες θα λυθούν. Μπορείς να επιλέξεις ανάμεσα στη γνώση και την άγνοια.
Φοβισμένος και συνάμα περίεργος ο Καν δεν ήξερε ποια από τις δύο επιλογές θα ήταν η σωστή. Κινούμενος περισσότερο από τα εσωτερικά του ένστικτα τις ενδότερες του επιθυμίες προτίμησε το δρόμο της γνώσης.
Ο Καν δεν είχε συνειδητοποιήσει ποια παράλογη ορμή τον ώθησε σε αυτή την απόφαση. Περπατούσε δίπλα δίπλα με τον μέχρι πριν λίγο άγνωστο άντρα που στεκόταν αμίλητος κάνοντας τον Καν να νιώσει άβολα για ακόμα μία φορά. Ήταν σίγουρος πως ο Άβελ το έκανε επίτηδες γιατί ήταν ικανός να διαβάζει τις σκέψεις των ανθρώπων. Προχώρησαν ελάχιστα όταν ο Άβελ επιτέλους μίλησε.
-Ο χρόνος μας είναι περιορισμένος. Πρέπει να επιστρέψω πριν αντιληφθούν πως λείπω. Θέλεις να γίνεις ο αυτοκράτορας του Χίντεν;
-Μα, είσαι τρελός; Ο Γκεντ...
-Δεν υπάρχει Γκεντ, είναι μια επινόηση. Εγώ είμαι αυτός που εξουσιάζει την πόλη.
-Είσαι σίγουρα τρελός. Γιατί μιλάς έτσι;
-Πριν από εμένα υπήρχαν και άλλοι που έκαναν τη δουλειά μου. Αν δίναμε εμείς τις διαταγές οι πολίτες θα αντιδρούσαν. Τώρα που πιστεύουν ότι λειτουργούν κάτω από τις εντολές ενός αόρατου και ανέγγιχτου αρχηγού δεν τολμάνε να φέρουν αντίρρηση. Ο κόσμος έχει ανάγκη από έναν μυστηριώδη, ακατανόητο και συνάμα αυστηρό αρχηγό που τους κρατάει στο σωστό δρόμο.
-Δεν σε καταλαβαίνω.
-Όλοι αυτοί οι άνθρωποι που θεωρείς ευτυχισμένους και ανωτέρους σου έχουν υποστεί ψυχολογική βία. Έμαθαν να λειτουργούν κάτω από συγκεκριμένους κανόνες και έτσι έχασαν αυτό που τους χαρακτηρίζει, την ατομική τους βούληση.
Ο Άβελ δεν φαινόταν να δίνει σημασία στον Καν. Τα λόγια του ήταν γρήγορα και άμεσα. Ήλπιζε πως θα γινόταν αμέσως κατανοητά χωρίς περαιτέρω εξηγήσεις. Συνεχίζοντας είπε
Θέλουν ένα δυνατό σοκ για να συνέλθουν. Να δουν πως υπάρχει και διαφορετική ζωή, δηλαδή εσύ. Με εσένα αρχηγό το Χελτ θα μπορούσε να γίνει ισότιμο κομμάτι του Χίντεν. Με αυτό τον τρόπο θα βελτιωνόταν οι δικές σας συνθήκες διαβίωσης και οι πολίτες του Χίντεν θα ξανάβρισκαν τη χαμένη τους ταυτότητα. Το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να με σκοτώσεις.
-Ακόμα και να το έκανα οι άνθρωποι της ασφάλειας δεν θα με άφηναν να εισέλθω.
-Θα τους έλεγες ότι αυτό διέταξε ο Γκεντ.
-Δε θα με πιστέψουν.
-Θα πιστέψουν οτιδήποτε τους πει ο Γκεντ. Λοιπόν είσαι έτοιμος για μια μεγάλη αλλαγή στη ζωή σου και όλου του κόσμου ταυτόχρονα; Πάρε αυτό το μαχαίρι και σκότωσε με.
Ο Καν δίστασε να πάρει το μαχαίρι. Ίσως να φοβήθηκε ότι ο Άβελ θα χρησιμοποιούσε πρώτος το μαχαίρι. Πιο πολύ όμως δίστασε να κάνει το παραπάνω βήμα. Να γίνει κυρίαρχος, να πάρει αποφάσεις που θα επηρέαζαν τη ζωή πολλών ανθρώπων. Ένιωθε μικροσκοπικός απέναντι στο μεγαλείο μιας πόλης που ποτέ δεν είχε δει αλλά μόνο είχε ακούσει για αυτήν. Ο Γκεντ τον ήθελε κάτοικο του Χελτ και έτσι έπρεπε να παραμείνει. Απομακρύνθηκε με βιαστικά βήματα. Δεν γύρισε να κοιτάξει πίσω του τον Άβελ που στεκόταν ακίνητος και εκλιπαρούσε από μέσα του να γυρίσει πίσω ο Καν και να τον σκοτώσει. Η επιθυμία του δεν έγινε ποτέ πραγματικότητα Η ζωή και των δύο συνεχίστηκε χωρίς αλλαγές. Του μεν σε ένα κόσμο που ένιωθε τιποτένιος μπροστά σε ανώτερες δυνάμεις και του δε σε έναν πλασματικά ονειρικά φτιαγμένο κόσμο. Κανείς δεν ήταν έτοιμος για δραστικές αλλαγές. Ίσως να μην γίνει ποτέ. Ίσως ο δισταγμός να υπάρχει αιώνια.
Όχι μόνο το διάβασα, αλλά και το εκτύπωσα...
ΑπάντησηΔιαγραφήμε τιμάει αυτή σου η πράξη. αν έχεις χρόνο διάβασε και κάτι που έγραψα παλιότερα να μου πεις κανένα σχόλιο. Εδώ θα το βρεις http://argram.blogspot.com/2008/12/blog-post_2617.html
ΑπάντησηΔιαγραφή