Πέμπτη 25 Μαρτίου 2010

A tale that couldn't be right 0: Τα πρώτα χρόνια (μέρος πρώτο)

Ήταν μια συνηθισμένη ζεστή μέρα του Ιουνίου. Το θερμόμετρο στην πόλη άγγιζε μόλις τους 40 βαθμούς. Ο ήλιος βρισκόταν στο πιο υψηλό σημείο της φαινόμενης πορείας του στον ασυννέφιαστο ουρανό. Οι κάτοικοι της περιοχής προτίμησαν να αναπαυθούν στο σπίτι τους ψάχνοντας μια γωνιά που ο κλιματισμός θα έκανε περισσότερο υποφερτή την κατάσταση. Ψυχή δεν υπήρχε στον δρόμο. Ο μόνος ήχος που ακουγόταν ήταν τα πουλιά που κελαηδούσαν. Κάποια από αυτά αλλάζοντας συνήθειες προτίμησαν να πετάξουν σε πιο κρύες περιοχές. Αυτή η απερίγραπτη σιγή διακόπηκε απότομα από ένα ήχο άγνωστης προέλευσης αρχικά. Κανείς επιπλέον δεν καταλάβαινε τι ακριβώς ήταν. Γρήγορα τα βλέμματα των κατοίκων της περιοχής στράφηκαν στο πολύχρωμο σχολείο. Όλες του οι αυλές φαινόταν άδειες. Τελικά εκείνη που είχε άτομα να περιφέρονται ήταν η μεγάλη, εκείνη με τις δύο μπασκέτες. Δεν είχε πολλά παιδιά, μόλις δύο. Σύντομα όλοι συνειδητοποίησαν το λόγο της ηχορύπανσης. Τα δύο παιδιά έπαιζαν μπάσκετ. Όχι στη μία μπασκέτα αλλά και στις δύο. Η αμφίεση τους δεν ήταν η συνηθισμένη για δύο αθλητές. Φορούσαν και οι δύο παντόφλες. Έτρεχαν αδιάκοπα πάνω κάτω στο γήπεδο προσπαθώντας να ισορροπήσουν στα ακατάλληλα για αθλητισμό υποδήματα τους και οι μάταιες προσπάθειες τους για να πετύχουν ένα καλάθι θύμιζαν το μαρτύριο του Σίσσυφου. Οι γείτονες δεν δυσκολεύτηκαν να τους καταλάβουν. Τα ονόματά τους ήταν Γότθιος και Ασύκωτος. Ο Γότθιος κέρδιζε πάντα σε εκείνες τις μονομαχίες τους. Τίποτα όμως δεν κρατάει για πάντα. Στην τελευταία τους αναμέτρηση το σκορ ήταν ισόπαλο. Όποιος έβαζε τον τελευταίο πόντο θα κέρδιζε. Ο Ασύκωτος βρέθηκε με μπουρδουκλωμένα τα πόδια και με πλάτη στο καλάθι στην πλάγια γραμμή του τριπόντου. Ο Γότθιος δεν έπαιξε άμυνα. Δεν υπήρχε ουσιαστικός λόγος. Ο αντίπαλος του δεν ήταν ικανός να σκοράρει με μπάσιμο. Πόσο μάλλον από αυτή τη δύσκολη θέση. Ο Ασύκωτος έκανε μια περιστροφική κίνηση του βαρέων βαρών κορμιού του. Το ήξεραν και οι δύο πως έκανε βήματα. Ο Γότθιος δεν είπε τίποτα γιατί ήταν σίγουρος πως το τρίποντο θα ήταν άστοχο και ο Ασύκωτος επειδή απλά ήταν προς το συμφέρον του. Η μπάλα έφυγε απο το χέρι του Ασύκωτου διαγράφοντας παραβολική τροχιά. Πράγμα σπάνιο για αυτόν. Συνήθως τα σουτ του ήταν ευθύγραμμα. Η μπάλα αναπήδησε δέκα φορές στη στεφάνη και τελικώς έπεσε μέσα. Εκείνη η νίκη του Ασύκωτου ήταν οδυνήρη για το Γότθιο. Θα του ήταν ταυτόχρονα και ένα μεγάλο μάθημα για το μέλλον. Από εκείνη τη μέρα ξεκίνησε μια μεγάλη κόντρα των δύο. Αυτή συνεχίστηκε και στο buzz, και στο bowling, και παντού. Ζούσαν ο ένας για το θάνατο του άλλου. Ο Γότθιος με πρόφαση ότι θέλει να δει τις Τρεις Χάριτες αποχώρησε και έκλεισαν ραντεβού για το απόγευμα. Όλη την ώρα σχεδίαζε την εκδίκηση του.

Το απόγευμα μετά από πρόταση του Γότθιου αποφάσισαν να πάνε στο πάρκο. Μαζί τους ήρθε και ο Φλώρος Αργοπορούδης. Γνωστός τους από το σχολείο. Ο Γότθιος ήξερε τι έκανε. Ήταν καλύτερος από τα δύο παιδιά σε όλα τα παιχνίδια. Ήταν εξάλλου 45 κιλά ενώ οι άλλοι δύο ήταν από 90 ο καθένας. Τους πρότεινε να παίξουν στις κούνιες. Θα έπρεπε να σταθούν όρθιοι στην κούνια ενώ αυτή ήταν αρχικά ακίνητη και μετά σε κίνηση. Ο Γότθιος πέτυχε και τις δύο φορές με την πρώτη προσπάθεια. Ο Φλώρος προσπάθησε την πρώτη γύρω στις πέντε έξι φορές αλλά εγκατέλειψε. Ο Ασύκωτος ήταν ξεροκέφαλος. Επέμενε, επέμενε. Πίστευε πως εκείνη ήταν η μέρα που θα κέρδιζε άνετα το Γότθιο. Είχε προσπαθήσει να ανέβει στην ακίνητη κούνια επί μισή ώρα. Οι άλλοι δύο κουβέντιαζαν στο παγκάκι. Ξαφνου είδαν το πόδι του Ασύκωτου να μπερδεύεται στην αλυσίδα. Η κούνια έφυγε κατά πίσω. Δυστυχώς για τον Ασύκωτο η ορμή του συστήματος έπρεπε να παραμείνει μηδενική. Η πειραματική απόδειξη της αρχής αυτής ήταν απλή. Ο Ασύκωτος βρέθηκε πεσμένος με τα μούτρα στο έδαφος. Πριν προλάβουν να γέλασουν οι φίλοι του τους πρότεινε να πάνε στο γύρω γύρω όλοι. Ο Φλώρος ήταν αρκετά δειλός για να ανέβει και απλώς γυρνούσε τα φιλαράκια του. Σε μια στιγμή σταμάτησε και τα δύο παιδιά κατέβηκαν ζαλισμένα. Ο Γότθιος κατάφερε να πιαστεί από το μονόζυγο. Όταν πλέον τα μάτια του είδαν τον πραγματικό κόσμο και οχι μια θολούρα αναζήτησε τον Ασύκωτο. Με μια βιαστική ματιά δεν τον είδε πουθενά. Ανησύχησε μήπως εξαφανίστηκε. Τελικά τον είδε πεσμένο στο χώμα να σέρνεται σαν φίδι. Είχε σκεφτεί όμοια με το Γότθιο. Διάλεξε όμως τη μακρινή απόσταση. Δεν πρόλαβε να φτάσει ποτέ στη τσουλήθρα. Δεν κατάφερε να την αγγίξει και σωριάστηκε στο χώμα. 2-1 σκέφτηκαν ταυτόχρονα και οι δύο. Όσο και να μισιόντουσαν είχαν ένα κοινό τρόπο προσέγγισης των πραγμάτων. Ο Γότθιος χαμογέλασε ικανοποιημένος. Ο Ασύκωτος δεν δέχτηκε την ήττα και χαστούκισε το Φλώρο ισχυριζόμενος πως αυτός τον έριξε κάτω. Τα πνεύματα ήταν οξυμένα και ξεκίνησαν να γυρίσουν στα σπίτια τους. Λίγο πριν βγουν από το πάρκο ο Φλώρος και ο Ασύκωτος ξαναπιάστηκαν στα χέρια. Το ίδιο έκαναν και άλλες δέκα φορές σε απόσταση εκατό μέτρων. Ο Γότθιος αποπειράθηκε να τους χωρίσει αλλά ο Φλώρος του ζήτησε με πολιτισμένο τρόπο να μην επεμβαίνει στις προσωπικές του διαμάχες. Είχε τον τρόπο του από μικρός. Ο Γότθιος απλά έπαψε να ασχολείται. Από τότε δεν ξανασυναντήθηκαν ποτέ και οι τρεις μαζί.


-Μετράει το καλάθι.
-Όχι δεν μετράει θα κάνουμε μπει δεν μπει.
-Σώπα ρε έκανες και φάουλ
-Ξεκόλλα ρε μην κλέβεις.
-Εσύ θέλεις να πάρεις την μπάλα, εγώ κλέβω;
-Θα σε σκοτώσω ρε.
-Μάθε να χάνεις.
-Θα κάνουμε μπει δεν μπει τώρα.
-Σιγά με τρόμαξες.
Αυτά ήταν τα πρώτα λόγια που αντάλλαξαν ο Γότθιος με τον Ειδίκ. Δεν ήταν και ο καλύτερος τρόπος για να γνωριστούν δύο άτομα αλλά στην περίπτωσή τους ήταν ο ιδανικός. Τους είχε συστήσει ο Φούτζι που έκανε χρόνια παρέα με τον Ειδίκ και που ήταν μια χρονιά συμμαθητής με το Γότθιο. Ο Γότθιος από την άλλη ήξερε τον Ταινία επειδή έπαιζαν μπάσκετ στην ίδια ομάδα που ήξερε τον Ειδίκ επειδή έμεναν στην ίδια γειτονιά που βέβαια δεν είχαν μιλήσει ποτέ αλλά όταν τελικά μίλησαν ταίριαξαν πολύ. Από την άλλη πλευρά ο Ράστας ήταν συμμαθητής με το Βύσμα που δεν ήξερε τον Μπλακ, αλλά που ο Μπλακ γνώριζε τον Ράστα επειδή έπαιζαν μπάσκετ σε ένα μονόζυγο ενός άλλου πάρκου από εκείνου που έπαιζαν ο Γότθιος με τον Ασύκωτο. Χωρίς καμία προειδοποίηση και χωρίς να το συνειδητοποιήσουν καν ο Ασύκωτος με τον Ειδίκ βρέθηκαν να είναι τρίτα ξαδέρφια, ο Γότθιος κλώτσησε μια μπάλα στα μούτρα του Ράστα, ο Βύσμας κυνηγούσε να δείρει το Φούτζι που δεν τον φοβόταν επειδή ήταν μικρότερος, ο Γότθιος με τον Μπλακ και τον Ειδίκ άκουγαν την ίδια μουσική και έτσι ολοκληρώθηκε ο αχταρμάς της πιο αλλοπρόσαλης παρέας όλων των εποχών. Σχεδόν δηλαδή γιατί ένας συνδετικός κρίκος άργησε να μπει.

Η παρέα είχε αλλάξει γούστα. Αντί για μπάσκετ πλέον έπαιζε ποδόσφαιρο. Ο αθλητισμός την ένωνε για τα καλά. Τους ένωνε ακόμα και μέχρι τις τελευταίες τους στιγμές. Μόνο που τότε μιλούσαν για τις εγχειρήσεις τους, για τα σακατεμένα γόνατά τους, για κράμπες, για πόνους. Σε μια στιγμή εμφανίστηκε ένα άγνωστο παιδί σε όλους. Ψηλός, λιγνός, με γυαλιά, αρκετά χλωμός. Είχε μια τσάντα τίγκα στους επίδεσμους, θερμαντική αλοιφή και διάφορα άλλα ιατρικά αξεσουάρ. Τους χαιρέτησε και τους ρώτησε πότε θα πάνε για μπάλα. Κοιτάχτηκαν όλοι απορημένοι. Ο Ειδίκ τους ψιθύρισε πως το ολίγον διαφορετικό από τα υπόλοιπα παιδιά λεγόταν Αραχνόμορφος, πως κατέβηκαν μαζί μετά τις πανελλήνιες, πως μίλησε με τον Ταινία για να κανονίσουν τη μπάλα και υπέθεσε πως ο Αραχνόμορφος άκουσε την κουβέντα και προσκάλεσε τον εαυτό του στην παρέα. Τα παιδιά ευγενικά όπως πάντα του εξήγησαν πως οι ομάδες ήταν ήδη συμπληρωμένες και δεν θα μπορούσε να παίξει. Αυτός δεν πτοήθηκε καθόλου και τους ακολούθησε. Όταν ξεκίνησε το παιχνίδι ο Αραχνόμορφος έμεινε στον πάγκο αλλά θύμωσε που δεν έπαιξε. Από τότε του άρεσε να περιστρέφεται γύρω από το θυμό του. Το παιχνίδι ήταν πάντα το ίδιο. Μεταλλάδες εναντίον σκυλάδων. Αυτοί που άκουγαν μέταλ δεν ήταν τόσο κακοί. Απλά σκοτωνόταν πάντα μεταξύ τους. Ο Ειδίκ μετά από ένα γκολ που δέχτηκε η ομάδα του, η ομάδα των μεταλλάδων, απομάκρυνε τη μπάλα που βρήκε το Φούτζι στην ευαίσθητη περιοχή του την ώρα που γύριζε αμέριμνος στην άμυνα. Ο Ειδίκ απολογήθηκε, ο Φούτζι κατευθύνθηκε κατά πάνω του κρατώντας οργισμένος την μπάλα και του ζήτησε να ξηγηθούν αντρίκεια. Ο Ειδίκ δεν πολυμασούσε από αυτά και τον απώθησε δυνατά.
Φούτζι:Καλά ρε, είσαι ηλίθιος;
Ειδίκ:Ναι ρε(οργισμένος)
Φούτζι:Ε και γω(εμφανώς χεσμένος)
Ο Ειδίκ λύθηκε στα γέλια και η παρέα σχολίασε τη δυναμική στάση του Φούτζι. Αυτός είπε πως ο Ειδίκ κατάλαβε πως έκανε πλάκα και κάτι άλλες παρόμοιες δικαιολογίες που δεν έπεισαν ούτε το πλαστικό γκαζόν του γηπέδου. Οι μεταλάδες αναδιοργανώθηκαν μετά το κωμικοτραγικό συμβάν αλλά ήταν ήδη αργά. Έχασαν με ένα γκολ διαφορά από μια λάθος εκτίμηση του Ράστα. Ο Ειδίκ πήγε να ξαναμιλήσει αλλά κανείς δεν είχε κουράγιο. Στο γυρισμό συζητούσαν για το επόμενο πρωί που θα πήγαιναν στην παραλία.
-Σήμερα θέλατε ορισμένα άτομα για το παιχνίδι. Αύριο στη θάλασσα πάλι θέλετε συγκεκριμένο αριθμό;
Τα λόγια του Αραχνόμορφου προκάλεσαν ανατριχίλα. Κανείς δεν είχε καταλάβει πως ήταν ακόμα μαζί τους. Πίστεψαν πως έφυγε κάπου στη μέση του παιχνιδιού. Μπορεί και να είχε γίνει έτσι. Πάντως ξαναεμφανίστηκε μπροστά τους από το πουθένα. Κάποιος θα έπρεπε να τον αντιληφθεί. Τότε συνειδητοποίησαν γιατί κάποιοι παλιοί γνωστοί του τον αποκαλούσαν φάντασμα.

Τους είχε πιάσει ελαφρώς αδιάβαστους. Ξαφνιασμένοι όπως ήταν δεν έβρισκαν καμιά καλή δικαιολογία. Ο Γότθιος ρώτησε αν τα ΚΤΕΛ θα είναι γεμάτα. Μεγάλη κοτσάνα. Κανείς τους δεν είχε εισητήριο . Τα ΚΤΕΛ στοίβαζαν τον κόσμο σαν γουρούνια αρκεί να κέρδιζαν κανένα ευρω ή καμιά δραχμή παραπάνω.
Έλα ρε, του είπε ο Ειδίκ, κανένα πρόβλημα. Θα συναντηθούμε στο πάρκο. Εννοούσε ένα άλλο από εκείνο που έφαγε τα μούτρα του ο Ασύκωτος και όχι εκείνο που έπαιζε μπάσκετ ο Μπλακ με το Ράστα. Ο Ειδίκ απλά προσπάθησε να κάνει τον Αραχνόμορφο να μη νιώθει τόσο ξέμπαρκος.
-Ωραία είπε ο ο Αραχνόμορφος. Πάω σπίτι να δω με το τηλεσκόπιο τον πλανήτη Ήφαιστο. Που να τον ξέρετε εσείς βέβαια οι άσχετοι.
Ακόμα μία λάθος προσέγγιση.
-Τον πλανήτη που δεν υπάρχει θα δεις; είπε νευριασμένος ο Γότθιος. Αυτός ήταν πριν τον Ερμή και καταστράφηκε χιλιάδες χρόνια πριν.
Το Γότθιο τον τσάτιζε όταν άκουγε κοτσάνες. Βέβαια και αυτό που είπε ο ίδιος κοτσάνα ήταν αλλά που να ήξερε τότε τη γενική θεωρία της σχετικότητας. Κρίμα που δεν θα ζούσε ποτέ για να τη μάθαινε.
-Καλά είπε ο Αραχνόμορφος ελαφρώς υποτιμητικά. Τι ώρα συνάντηση αύριο;
-Οχτώ απάντησε ο Ειδίκ μετά απο ένα λεπτό αμήχανης σιωπής.
-Ωραία ήταν τα τελευταία λόγια του Αραχνόμορφου. Οι τελευταίες του σκέψεις ήταν ''Θα είμαι εκει από τις εφτάμιση για να μην προλάβουν να φύγουν χωρίς εμένα''. Κανείς δεν έμαθε ποτέ αν εκείνο το βράδυ είδε πραγματικά τον Ήφαιστο.




2 σχόλια:

  1. 44 τελείες στο πρώτο μόνο μέρος
    25 κόμματα σε όλο το κείμενο
    απίστευτο

    οι αναφορές σε θεωρίες και μεγέθη της φυσικής επιστήμης πάντως είναι τουλάχιστον χαριτωμένες

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. υποννοείς ότι οι προτάσεις μου είναι μικρές ή είναι ιδέα μου;

    Πάντως για να κάθεσαι να μετράς τελείες κάτι σίγουρα δεν πάει καλά μαζί σου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή